- ἄναλον
- несоленая
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἄναλον — ἄναλος without salt masc/fem acc sg ἄναλος without salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)